- βιογόνος
- -α, -ο1. αυτός που παράγει, γεννά ζωή: Οι επιστήμονες δημιούργησαν ζωή στα εργαστήρια από βιογόνα κύτταρα.2. το ουδ. ως ουσ., βιογόνο υποθετική ουσία μέσα στο πρωτόπλασμα των κυττάρων, που θεωρείται έδρα των φαινομένων της ζωής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.